Οι λόγοι που οδηγούν τις γυναίκες να προσπαθούν να συλλάβουν σε μεγαλύτερη ηλικία δεν είναι ίδιοι για την κάθε γυναίκα. Ορισμένες γυναίκες απλά δεν έχουν βρει τον κατάλληλο σύντροφο, άλλες δεν έχουν αποκατασταθεί επαγγελματικά και άλλες δεν μπορούν να κάνουν παιδί και καταφεύγουν σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Το χρονικό όριο που έχει ορίσει η φύση για να μείνει μια γυναίκα έγκυος είναι η ηλικία της εμμηνόπαυσης, δηλαδή περίπου τα 50 χρόνια για τον δυτικό κόσμο. Αυτή την ηλικία θέτει ως όριο και η ελληνική νομοθεσία για τις γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Πάντως, οι επιστήμονες τονίζουν ότι η καλύτερη ηλικία για να αποκτήσει μια γυναίκα παιδί είναι τα 20-30 χρόνια.
Κάθε γυναίκα γεννιέται με έναν συγκεκριμένο αριθμό ωαρίων, που υπολογίζεται ότι από τη έναρξη της περιόδου φθάνουν τις 300.000 έως 400.000. Είναι όμως γνωστό ότι η αναπαραγωγική της ικανότητα μειώνεται προοδευτικά μετά την ηλικία των 35 ετών. Όπως μάλιστα δείχνουν τα δεδομένα του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας, η δυνατότητα σύλληψης και επιτυχούς έκβασης της εγκυμοσύνης μετά την ηλικία των 40 ετών, φτάνει περίπου στο 10%.
Γι΄αυτό και οι γυναικολόγοι τονίζουν ότι πάνω από τα 40 είναι πιο δύσκολο να μείνει μία γυναίκα έγκυος και κινδυνεύει περισσότερο να εμφανίσει επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Εφόσον η γυναίκα έχει αποφασίσει ότι επιθυμεί να αποκτήσει μωρό και είναι στην ηλικία των 40+ θα πρέπει αρχικά να συμβουλευτεί τον γυναικολόγο της και να κάνει οπωσδήποτε προγεννητικό έλεγχο .
Εφόσον επιτευχθεί η εγκυμοσύνη κρίνονται απαραίτητα τα εξής:
Να επισκέπτεται συχνά τον γυναικολόγο της και να κάνει όλες τις προβλεπόμενες εξετάσεις (υπερηχογραφικό και εργαστηριακό έλεγχο κάθε 3 εβδομάδες έως την 30ή-32η εβδομάδα, κάθε 2 εβδομάδες έως την 36η εβδομάδα και κάθε εβδομάδα έως τον τοκετό. Επίσης καμπύλη σακχάρου κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης και μετά κατά την 28η-32η εβδομάδα.)
Να μετράει συχνά την αρτηριακή της πίεση.
Να αποφεύγει την κόπωση.
Να απευθύνεται αμέσως στον γιατρό της για οποιαδήποτε ενόχληση.