Tοκοφοβία (tokophobia) είναι ο υπερβολικός και παθολογικός φόβος για την γέννα.
Ως ψυχολογικός όρος καταγράφηκε το 2000 από τους ψυχιάτρους Κριστίνα Χόφμπεργκ και Ίαν Μπρόκινγκτον.
Ωστόσο, η τοκοφοβία ως έννοια θεωρείται ότι υπάρχει όσο υπάρχει το ανθρώπινο γένος.
Σήμερα, υπολογίζεται ό,τι αφορά το περίπου 10% των γυναικών που δεν έχουν παιδιά και σύμφωνα με μία έρευνα του Mumsnet αφορά και το 7% των γυναικών με δύσκολες ή προβληματικές εγκυμοσύνες.
Οι γυναίκες με τοκοφοβία δεν έχουν απλώς τη φυσιολογική αγωνία κάθε μέλλουσας μητέρας για την έκβαση της εγκυμοσύνης τους, αλλά απαιτούν καισαρική τομή από τον γιατρό τους ή οδηγούνται στην άμβλωση, έχοντας κατατάξει τον τοκετό ως εξαιρετικά επικίνδυνη για την επιβίωσή τους εμπειρία. Στη βιβλιογραφία μάλιστα αναφέρονται και περιστατικά γυναικών που λόγω τοκοφοβίας σταμάτησαν εντελώς τις σεξουαλικές επαφές.
Πώς αντιμετωπίζεται η τοκοφοβία
Ο πιο βασικός παράγοντας πρόληψης της τοκοφοβίας είναι η ενημέρωση της μέλλουσας μητέρας. Επιπλέον, κρίνεται απαραίτητο η μέλλουσα μητέρα να επισκεφθεί, συνοδεία του γιατρού της ή/και της μαίας της, το μαιευτήριο στο οποίο θα γεννήσει, ώστε να εξοικειωθεί με τους χώρους του. Ένας ψυχολόγος μπορεί επίσης να βοηθήσει με άλλες τεχνικές διαχείρισης του άγχους.